σταθμός

σταθμός
Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Λεβαδέων. 3. Πεδινός οικισμός (39 κάτ., υψόμ. 25 μ.) στην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σαγαίικων. 4. Ημιορεινός οικισμός (264 κάτ., υψόμ. 197 μ.), στην επαρχία Κιλκίς του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας Σταθμού Μουριών (46 τ. χλμ., 1.340 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Αλεξάνδρα (180 κάτ., υψόμ. 180 μ.), Άνω Σούρμενα (222 κάτ., υψόμ. 208 μ.), Κάτω Σούρμενα (452 κάτ., υψόμ. 220 μ.), Μικρόβρυση (147 κάτ., υψόμ. 195 μ.) και ο Ροδώνας (175 κάτ., υψόμ. 220 μ.). 5. Πεδινός οικισμός (23 κάτ., υψόμ. 50 μ.) στην επαρχία Σιντικής, του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Σιδηροκάστρου. 6. Πεδινός οικισμός (25 κάτ., υψόμ. 35 μ.), στην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Πυθίου. 7. Ημιορεινός οικισμός (50 κάτ., υψόμ. 180 μ.), στην επαρχία Αλεξανδρούπολης του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Συκορράχης. 8. Πεδινός οικισμός (42 κάτ., υψόμ. 140 μ.), στην επαρχία Φαρσάλων, του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Φαρσάλων. 9. Πεδινός οικισμός (226 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σκάλας. 10. Ημιορεινός οικισμός (198 κάτ., υψόμ. 370 μ.), στην επαρχία Φθιώτιδας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μπράλου. 11. Ημιορεινός οικισμός (15 κάτ., υψόμ. 308) στην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Αμφίκλειας.
* * *
ο, ΝΜΑ
τόπος στάθμευσης
νεοελλ.
1. ορισμένο μέρος όπου σταθμεύουν διερχόμενα οχήματα για να αποβιβάσουν ή να παραλάβουν επιβάτες ή εμπορεύματα (α. «σταθμός λεωφορείων» — στεγασμένος, συνήθως, χώρος άφιξης και αναχώρησης λεωφορείων, μέσα στον οποίο γίνεται η αποβίβαση και επιβίβαση επιβατών καθώς και η φόρτωση και εκφόρτωση τών αποσκευών τους
β. «σιδηροδρομικός σταθμός» — συγκρότημα κτηρίων και εγκαταστάσεων δίπλα σε σιδηροδρομική γραμμή στο οποίο σταθμεύουν οι αμαξοστοιχίες για την επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών και τη φόρτωση και εκφόρτωση εμπορευμάτων)
2. κτήριο όπου υπάρχουν εγκαταστάσεις υπηρεσίας ή οργανισμού (α. «σταθμός τής ΔΕΗ» β. «σταθμός τής Δασικής Υπηρεσίας»)
3. αξιοσημείωτο γεγονός, χρονικό ορόσημο («το Πολυτεχνείο και ο αγώνας του υπήρξε σταθμός στη νεώτερη ιστορία μας»)
4. βιολ. α) η ακριβής θέση ενός οργανισμού ή ενός είδους σε έναν βιότοπο
β) τοποθεσία στη θάλασσα ή στην ξηρά όπου έγιναν παρατηρήσεις, μετρήσεις ή συλλογή στοιχείων και οργανισμών
γ) καθορισμένη περιοχή με ομοιόμορφες συνθήκες φυσικού περιβάλλοντος και βλάστησης
5. φρ. α) «σταθμοί αυτόματης μετάδοσης εικόνων»
(μετεωρ.) δίκτυο πολλών εκατοντάδων εγκαταστάσεων οι οποίες λαμβάνουν και καταγράφουν τα δεδομένα για την πρόγνωση τού καιρού που εκπέμπονται από τους μετεωρολογικούς δορυφόρους και είναι τοποθετημένες στις περισσότερες χώρες τού κόσμου
β) «βλητικός σταθμός»
ναυτ. περιοχή στην ξηρά ή στη θάλασσα η οποία χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τής αρχικής και τής παραμένουσας ταχύτητας τών βλημάτων τών πυροβόλων
γ) «σταθμός διαταγών»
ναυτ. θάλαμος πολεμικού πλοίου, ο οποίος βρίσκεται χαμηλά και σε προστατευμένη θέση και στον οποίο συγκεντρώνονται τα στοιχεία τών αποστάσεων και διοπτεύσεων τού στόχου, όπως αυτά προσδιορίζονται με σκοπεύσεις ή με ραντάρ
δ) «ηλεκτρικός σταθμός»
τεχνολ. σύνολο εγκαταστάσεων με τις οποίες μια μορφή ενέργειας μετατρέπεται σε ηλεκτρική ενέργεια για την εξυπηρέτηση τών τοπικών ή ευρύτερων ενεργειακών αναγκών μιας περιοχής ή μιας ολόκληρης χώρας
ε) «ραδιοφωνικός σταθμός»
(ραδιοηλ.) το σύνολο τών εγκαταστάσεων και μηχανημάτων, καθώς και τού προσωπικού που διασφαλίζει τη μετάδοση ραδιοφωνικών εκπομπών, αλλ. ραδιοσταθμός
στ) «τηλεοπτικός σταθμός»
(ραδιοηλ.) το σύνολο τών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και τού προσωπικού με τη συνδρομή τών οποίων πραγματοποιείται η μετάδοση τηλεοπτικών προγραμμάτων
ζ) «τερματικοί σταθμοί»
τεχνολ. σταθμοί πέραν τών οποίων δεν συνεχίζεται η πορεία τών αμαξοστοιχιών
η) «σταθμοί αφετηρίας»
τεχνολ. άλλη ονομασία για τους τερματικούς σταθμούς
θ) «σταθμοί διελεύσεως»
τεχνολ. σταθμοί τους οποίους διασχίζουν οι αμαξοστοιχίες και συνεχίζουν την πορεία τους
ι) «σταθμοί διαλογής»
τεχνολ. σταθμοί που υποδέχονται εμπορικές αμαξοστοιχίες από πολλές κατευθύνσεις για διάλυση τών συρμών και ανασύνθεση νέων αμαξοστοιχιών προς άλλους σταθμούς
ια) «αστυνομικός σταθμός» — αστυνομική υπηρεσία μικρής περιφέρειας καθώς και το οίκημα στο οποίο στεγάζεται
ιβ) «σταθμός παρατηρήσεων»
i) (γεωδ.) γεωδαιτική στάση, στην οποία εκτελούνται παρατηρήσεις υψίστης ακριβείας
ii) στρ. το σημείο τού εδάφους σε πεδίο μάχης το οποίο προορίζεται να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις από τον ίδιο τον ηγήτορα
ιγ) «ατομικός σταθμός» ή «πυρηνικός σταθμός» — συγκρότημα που περιλαμβάνει αντιδραστήρα, ατμοστροβίλους, εναλλακτήρες και εγκαταστάσεις μετασχηματιστών, λειτουργεί με πυρηνικά καύσιμα και παράγει ηλεκτρική ενέργεια
ιδ) «θερμικός σταθμός»
(ηλεκτρ.) σταθμός όπου η ηλεκτρική ενέργεια παράγεται από τη θερμική ενέργεια καύσης στερεών, υγρών ή αέριων καυσίμων
ιε) «υδροηλεκτρικός σταθμός» — συγκρότημα έργων και εγκαταστάσεων όπου η δυναμική ενέργεια τού νερού μετατρέπεται σε κινητική με την παρεμβολή υδροστροβίλων σε υδατόπτωση και, τέλος, σε ηλεκτρική στους ακροδέκτες γεννητριών
ιστ) «ηλιοθερμικός σταθμός»
(ηλεκτρ.) σταθμός παραγωγής όπου ο ατμός που είναι αναγκαίος για την κίνηση τού ζεύγους στρόβιλος-γεννήτρια προέρχεται από ηλιακή θέρμανση νερού με τη βοήθεια ειδικών κατόπτρων
ιζ) «γεωθερμικός σταθμός» — σταθμός όπου ο ατμός παρέχεται από το εσωτερικό τού γήινου φλοιού
ιη) «αιολικός σταθμός»
(ηλεκτρ.) σταθμός όπου το ζεύγος στρόβιλος-γεννήτρια στρέφεται μέσω ειδικών φτερωτών με τη βοήθεια τού ανέμου
ιθ) «παλιρροϊκός σταθμός»
(ηλεκτρ.) σταθμός όπου χρησιμοποιείται η ισχυρή παλιρροϊκή κίνηση για τη μετατροπή τής κινητικής ενέργειας τού νερού σε ηλεκτρική
κ) «σταθμός βάσης»
τεχνολ. σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε συνεχή λειτουργία
κα) «σταθμός αιχμής»
τεχνολ. σταθμός που λειτουργεί μόνο σε ώρες ή εποχές αυξημένης ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας
κβ) «σταθμός ασυρμάτου»
(επικοιν.) ραδιοηλεκτρική εγκατάσταση για τηλεπικοινωνιακές ανάγκες
κγ) «αναμεταβιβαστικός σταθμός»
(επικοιν.) σταθμός ασυρμάτου που λαμβάνει από ορισμένη κατεύθυνση την εξασθενημένη ακτινοβολία μακρινού πομπού και επαναπέμπει προς άλλη κατεύθυνση ενισχυμένη ακτινοβολία για την εξασφάλιση ραδιοηλεκτρικής ζεύξης
κδ) «ανεπίβλεπτος σταθμός» (επικοιν.) αναμεταβιβαστικός σταθμός ασυρμάτου με τις απαραίτητες διατάξεις και τα αναγκαία όργανα ώστε να λειτουργεί με την επέμβαση τού προσωπικού επίβλεψης από απόσταση
κε) «κινητός σταθμός»
(επικοιν.) ραδιοηλεκτρικός σταθμός εγκατεστημένος σε αεροπλάνο ή πλοίο
κστ) «σταθμός αναχορηγίας»
στρ. η θέση όπου συγκεντρώνονται κατά τη μάχη τα πυρομαχικά τα οποία στέλνονται από το κέντρο ανεφοδιασμού για να κατανεμηθούν στις μονάδες που βρίσκονται στις γραμμές μάχης
κζ) «σταθμός ανταπόκρισης»
στρ. σημείο τοποθέτησης ομάδας αγγελιαφόρων για τη διαβίβαση διαταγών ή αναφορών τις οποίες φέρνουν άλλοι αγγελιαφόροι
κη) «σταθμός διαβιβάσεων»
στρ. το σύνολο τού προσωπικού και τών μηχανημάτων για την αποστολή και λήψη τηλεγραφημάτων
κθ) «σταθμός διοίκησης»
στρ. η θέση όπου είναι εγκατεστημένη η διοίκηση μιας μονάδας στη διάρκεια τών επιχειρήσεων
λ) «σταθμός επίδεσης»
στρ. η θέση όπου παραμένει ο γιατρός τής μονάδας και όπου συγκεντρώνονται οι τραυματίες τής μάχης
μσν.
συνολικό ποσό
αρχ.
1. οίκημα για στάθμευση και κατάλυμα οδοιπόρων και στρατιωτών («πλησίον ἦν σταθμὸς ἔνθα ἔμελλε καταλύειν», Ξεν.)
2. στάβλος, μάντρα, στάνη («ἁρπάζοντε βόας καὶ ἴφια μῆλα, σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον», Ομ. Ιλ.)
3. φωλιά άγριου ζώου ή πουλιού (α. «εἴθισται δ' ἄγειν τοὺς νεβροὺς ἐπὶ τοὺς σταθμούς», Αριστοτ.
β. «ἄσμινος δὲ τἂν σταθμοῑς ἐν οἰκείοισι κάμψειε γόνυ», Αισχύλ.)
4. κατοικία, ενδιαίτημα ανθρώπων (α. «Οἰνομάου καὶ Πέλοπος ἀπ' εὐκράτων σταθμῶν», Πίνδ.
β. «σταθμοὶ περιμήκεες ἀγροιώταις», Θεόκρ.)
5. λιμάνι ανεφοδιασμού και επισκευής πλοίων
6. πορεία μιας ημέρας που ισοδυναμούσε με 180 στάδια ή 5 παρασάγγες, δηλαδή 27-32 χιλιόμετρα («ἐντεῡθεν ἐξελαύνει σταθμοὺς δύο, παρασάγγας δέκα εἰς Πέλτας», Ξεν.)
7. όρθιος στύλος και κυρίως αυτός που υποβαστάζει τη στέγη («στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῑο», Ομ. Οδ.)
8. ο παραστάτης τής θύρας («ὧς εἰπών σταθμοῑο παρὰ κληΐδα λιάσθη», Ομ. Οδ.)
9. το κατώφλι τής θύρας
10. ο ζυγός, η ζυγαριά
11. μονάδα βάρους
12. μέσος όρος
13. φρ. «σταθμοί βασιλήιοι» — οικήματα κτισμένα κατά μήκος τής βασιλικής οδού στα οποία κατέλυε ο βασιλιάς τών Περσών όταν ταξίδευε (Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στᾰ τού ἵστημι* + επίθημα -θμός* (πρβλ. αρι-θμός, πορ-θμός, ρυ-θμός). Η λ. σταθμός στην αρχ. χρησιμοποιείται με τρεις βασικές σημ.: α) με τη σημ. «ζυγός, ζυγαριά» (πρβλ. σταθμά, σταθμικός, σταθμίζω) και, σύμφωνα με αυτήν τη σημ., θα μπορούσε να θεωρηθεί συνώνυμο τού στάθμη*
β) με τη σημ. «όρθιος στύλος, κολόνα, παραστάτης της θύρας» (πρβλ. σταθμόνες)
και γ) με τη σημ. «τόπος για να σταθμεύσει κανείς, στάβλος, φωλιά, κατοικία» (πρβλ. σταθμεύω). Η ποικιλία σημασιών τής λ. σταθμός μαρτυρείται ήδη από τη Μυκηναϊκή στον τ. tatomo (που αντιστοιχεί πιθανότατα στη λ. σταθμός) με σημ. «στάβλος, μάντρα για ζώα, παραστάτης τής θύρας», αλλά και «ζυγός, ζυγαριά». Η ποικιλία, τέλος, τών σημ. απαντά και στα συνθ. σε -σταθμος, από τα οποία άλλα έχουν την σημ. τών σταθμίζω, ζυγίζω (πρβλ. ισό-σταθμος, αντί-σταθμος, σύ-σταθμος) και άλλα τού εγκαθίσταμαι, διαμένω, σταθμεύω (πρβλ. επί-σταθμος, βού-σταθμος, ναύ-σταθμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σταθμός — standing place masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμός — ο 1.τόπος στάθμευσης: Το τρένο δε σταμάτησε στους ενδιάμεσους σταθμούς. 2. τόπος όπου είναι οι εγκαταστάσεις επιστημονικής υπηρεσίας ή οργανισμού: Μετεωρολογικός σταθμός. – Σταθμός χωροφυλακής. – Σταθμός πρώτων βοηθειών. 3. αξιοσημείωτο γεγονός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμοηλεκτρικός σταθμός — Σταθμός που κινείται από θερμικούς κινητήρες (ντίζελ, ατμοστρόβιλους, αεριοστρόβιλους). Βλ. λ. ηλεκτροπαραγωγός σταθμός· υδράργυρος …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροθερμοπυρηνικός σταθμός — Σταθμός που μετατρέπει σε ηλεκτρική ενέργεια τη θερμότητα των πυρηνικών αντιδράσεων. Βλ. λ. ηλεκτρισμός …   Dictionary of Greek

  • Σταθμός Αφιδνών — Ημιορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 290), στην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αφιδνών …   Dictionary of Greek

  • Σταθμός Βέννας — Πεδινός οικισμός (1 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μιράνων …   Dictionary of Greek

  • Σταθμός Βεύης — Ορεινός οικισμός (69 κάτ., υψόμ. 660 μ.), στην επαρχία Φλώρινας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αγίου Βαρθολομαίου …   Dictionary of Greek

  • Σταθμός Δαυλείας — Πεδινός οικισμός (26 κάτ., υψόμ. 135 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μαυρονερίου …   Dictionary of Greek

  • Σταθμός Δομοκού — Πεδινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 140 μ.), στην επαρχία Δομοκού του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Πουρναριού …   Dictionary of Greek

  • Σταθμός Λευκοθέας — Πεδινός οικισμός (469 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Φυλλίδας του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Λευκοθέας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”